ελλειμματικός

ελλειμματικός
-ή, -ό
αυτός που παρουσιάζει έλλειμμα («ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελλειμματικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο έλλειμμα: Ελλειμματική διαφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”